ἀνάπαυλα

ἀνάπαυλα
ἀνά-παυλα, ης, ,
A repose, rest,

ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν S.Ph.638

; κατ' ἀναπαύλας διῃρημένοι divided into reliefs, of workmen, Th.2.75.
2 c. gen. rei, rest from a thing,

κακῶν S.El.873

, cf. Ph.878;

πόνων Th.2.38

;

τῆς σπουδῆς Pl.Phlb.30e

.
II resting-place, E. Hipp.1137, Pl.Lg.722c; inn, Ar.Ra.113;

ἀνάπαυλαι κατὰ τὴν ὁδόν Pl.Lg.625b

; εἰς ἀναπαύλας ἐκ κακῶν (where there is a play upon the first sense) Ar.Ra.185, cf. 195.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀνάπαυλα — repose fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάπαυλα — η (Α ἀνάπαυλα) [ἀναπαύω] προσωρινή διακοπή εργασίας για ανάπαυση, ξεκούραση μσν. καταφυγή, παρηγοριά αρχ. 1. ανακούφιση από κάτι, απαλλαγή 2. τόπος για ανάπαυση, αναπαυτήριο, πανδοχείο …   Dictionary of Greek

  • ανάπαυλα — η μικρό σταμάτημα της δουλειάς, διάλειμμα, ξεκούρασμα: Μήνες τώρα δούλευε χωρίς ανάπαυλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναπαύλας — ἀναπαύλᾱς , ἀνάπαυλα repose fem acc pl ἀναπαύλᾱς , ἀνάπαυλα repose fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀνάπαυλα — ἀνάπαυλα , ἀνάπαυλα repose fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαύλαις — ἀνάπαυλα repose fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαύλης — ἀνάπαυλα repose fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαύλῃ — ἀνάπαυλα repose fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάπαυλαι — ἀνάπαυλα repose fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάπαυλαν — ἀνάπαυλα repose fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάλειμμα — το (AM διάλειμμα, ατος) [διαλείπω] (για χρόνο) προσωρινή παύση, προσωρινή διακοπή, ανάπαυλα νεοελλ. 1. (για σχολεία) διακοπή, ανάπαυλα ανάμεσα σε δύο μαθήματα 2. (σε θέατρο) χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο πράξεις 3. φρ. «κατά διαλείμματα» με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”